Γενεαλογικό δέντρο του Ώστιν Όσμαν ΣπέαρΣύντομο βιογραφικό του Ώστιν Όσμαν Σπέαρ

Γεννήθηκε στο Σνόουχιλ του Λονδίνου στις 30 Δεκεμβρίου το 1886. Ο πατέρας του ήταν ο Φίλιπ και η μητέρα του η Ελίζα. Ήταν το πέμπτο σε σειρά παιδί από τα έξι1 της οικογένειας του. Για τον ίδιο η ημερομηνία γέννησης του ήταν αρκετά σημαντική. Μικρός είχε το παράπονο ότι τα γενέθλια του έπεφταν πολύ κοντά στα Χριστούγεννα και έτσι η οικογένεια του δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να του κάνει δύο δώρα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Πολύ αργότερα στη ζωή του είπε στον φίλο του και αποκρυφιστή Κένεθ Γκράντ πως δεν μπορούσε να θυμηθεί αν γεννήθηκε τις τελευταίες μέρες του 1886 ή τις πρώτες του 1887. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ίδια του την ζωή και τον συνδέει  με τον διπρόσωπο θεό Ιανό των Ρωμαίων, που με το ένα πρόσωπο βλέπει προς τα εμπρός και με το άλλο προς τα πίσω. Κατά τις απαρχές της λατρείας του ο Ιανός λατρευόταν με την έναρξη κάθε νέου μήνα και αργότερα την πρώτη μέρα του Ιανουαρίου. Ο Σπέαρ, όπως άλλωστε και αρκετοί καλλιτέχνες, σπάνια βρισκόταν συνειδητά στο παρόν, αλλά περιπλανιόταν συνεχώς στο χωροχρόνο. Από την μια ένιωθε έντονη νοσταλγία για το παρελθόν και αυτό είναι φανερό από τις αντίκες που μανιωδώς συνέλεγε και από την άλλη ήταν και οραματιστής, κάποιος πολύ πιο μπροστά από την εποχή του.

Ο ρωμαϊκός διπρόσωπος θεός Ιανός Φύλακας των Πυλών (1550)

Η κλίση του προς την ζωγραφική φάνηκε σε αρκετά μικρή ηλικία. Από τεσσάρων χρονών κρατούσε μολύβι και ζωγράφιζε ότι έβλεπε μπροστά του. Συγκεκριμένα η μητέρα του σε μια συνέντευξη λέει ότι «Όλη μέρα είχε στο χέρι του ένα μολύβι ζωγραφίζοντας οτιδήποτε βρισκόταν μπροστά του, τους γονείς του, τις αδελφές του ή τους αδελφούς του. Δεν του ξέφευγε σχεδόν τίποτα, έτσι αποφασίσαμε αν ήταν δυνατόν να του επιτρέψουμε να ακολουθήσει αυτό που ήταν ολοφάνερα η κλίση του. Ήταν φυσικά οικονομικά ασύμφορο να αγοράζουμε τους πίνακες, τις μπογιές του και ότι χρειαζόταν, διότι όλως περιέργως ήταν αδύνατο να πειστεί να πωλήσει το οποιοδήποτε έργο του. Δεν ήθελε καν να τα βλέπουν άλλοι».

Αν και η πρώτη κατοικία της οικογένειας του στο Σνόουχιλ δεν προσφερόταν για κάποιο άτομο με καλλιτεχνικές τάσεις, κυρίως λόγω της οχλαγωγίας που επικρατούσε στην περιοχή, αυτός δεν φάνηκε να επηρεάζεται ιδιαίτερα. Αργότερα όμως το 1894 και μετά από επιμονή της μητέρας του μετακόμισαν σε μια άλλη περιοχή του Λονδίνου, το Κένινγκτον. Εδώ οι συνθήκες γι' αυτόν ήταν πολύ πιο ευνοϊκές και ως προς το χώρο που είχε στη διάθεση του για να δουλέψει, αλλά και ως προς την απαραίτητη απομόνωση που χρειαζόταν λόγω του κλειστού του χαρακτήρα. Στο σπίτι ήταν συνήθως το επίκεντρο της προσοχής λόγω του δραστήριου χαρακτήρα του και της δημιουργικότητας του.

Η σχέση του με τους άλλους δύο αδελφούς του ήταν πάρα πολύ καλή και οι γονείς του ήταν αρκετά υποστηρικτικοί απέναντι στις καλλιτεχνικές του τάσεις. Ο πατέρας του, αν και εξωτερικά έδειχνε να είναι αυστηρός και υπερβολικά σοβαρός, ίσως λόγω της πολύχρονης υπηρεσίας του στο αστυνομικό σώμα, ήταν αρκετά υπομονετικός και πρόθυμος να ακούσει τα παιδιά του και ανεχόταν σε μεγάλο βαθμό τις συναισθηματικές εξάρσεις και τους μικροκαβγάδες τους. Ήξερε όμως να θέτει όρια. Αρκούσε ένα βλέμμα του και μια λακωνική προειδοποίηση για να φέρει την απόλυτη σιγή στο σπίτι όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Η μητέρα του κατείχε σημαντικό ρόλο στα οικογενειακά ζητήματα, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο για τα δεδομένα της εποχής και η αγάπη της έρεε άφθονη προς τα παιδιά της. Ίσως αυτή η υπερβολική στοργή να έπαιξε σημαντικό ρόλο στα θέματα των έργων του, τα οποία ξεχειλίζουν από το ερωτικό στοιχείο. Όπως ο ίδιος αναφέρει όμως, δεν άφηνε ποτέ την μητέρα του να τον φιλήσει, μη επιτρέποντας στην στοργή αυτή να εκδηλωθεί σε σωματικό επίπεδο.

Με την μεγαλύτερη του αδελφή όμως, τη Σούζαν δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά. Η υπερβολική αυστηρότητα της τους έφερνε αρκετά συχνά σε σύγκρουση. Δεν έγκρινε τον μποέμικο τρόπο ζωής του, αλλά ούτε και τα θέματα τα οποία επέλεγε να ζωγραφίσει. Ήταν πολύ θρησκευόμενο και πουριτανό άτομο και τον θεωρούσε σαν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Η μικρότερη του αδελφή, η Βικτόρια, τον υποστήριζε και τον βοήθησε πάρα πολύ στο έργο του, αλλά και στη ζωή του γενικότερα.

Μέχρι το 1899 οι ικανότητες του στην ζωγραφική είχαν ήδη αναπτυχθεί αρκετά, ούτως ώστε οι γονείς του να αποφασίσουν να τον στείλουν για νυκτερινά μαθήματα στη σχολή καλών τεχνών του Λαμπέθ υπό την καθοδήγηση του Φίλιπ Κόναρντ. Κατά την διάρκεια της ημέρας φοιτούσε στο σχολείο της περιοχής, το οποίο ήταν προσαρτημένο στην εκκλησία της Αγίας Αγνής. Η Βίβλος ήταν το σημαντικότερο βιβλίο που μελετούσαν οι μαθητές της εποχής εκείνης και ειδικά στο σχολείο όπου φοιτούσε δινόταν ακόμη περισσότερη έμφαση στη χριστιανική αγωγή. Φοβόταν πολύ την θεϊκή τιμωρία που υποτίθεται πως περιμένει τους άπιστους, αλλά και αυτούς που τρέφουν ιδιαίτερα αισθήματα για το αντίθετο φύλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διακατέχεται από ενοχές για τα πολύ φυσιολογικά αισθήματα που ένιωθε για κάποιες συμμαθήτριες του. Κάποια από τα καθήκοντα του ήταν να ξυπνά από πολύ νωρίς για να ανάβει τα καντήλια στην εκκλησία και να ετοιμάζει τα βιβλία με τους ύμνους για την λειτουργία. Οι απόψεις του για την θρησκεία και την πίστη, μαζί με την ανυπακοή του απέναντι στα κατεστημένα της εποχής άρχισαν να εκδηλώνονται από μικρή ηλικία. Ήδη σε ηλικία δεκαεφτά ετών, σε μια συνέντευξη του δήλωσε αναφορικά με τη θρησκεία: «Πρακτικά δεν ασπάζομαι καμιά. Πηγαίνω οπουδήποτε. Αυτή η ζωή δεν είναι παρά μια λογική εξέλιξη. Όλες οι πεποιθήσεις είναι για μένα ίδιες. Πηγαίνω στην εκκλησία στην οποία γεννήθηκα (την Καθιερωμένη), αλλά χωρίς την παραμικρή πίστη. Κατ’ ακρίβεια, επινοώ μια δική μου θρησκεία που ενσωματώνει την κατανόηση μου για το τι ήμασταν, είμαστε, και θα είμαστε στο μέλλον». Μπορεί σήμερα οι ιδέες του αυτές να μην φαντάζουν και τόσο πρωτοποριακές, αλλά για την εποχή του (και την ηλικία του) είναι πράγματι εκπληκτικές και φανερώνουν άτομο το οποίο είχε το θάρρος της γνώμης του και το οποίο ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Ελάχιστα βιβλία κυκλοφορούσαν τότε με θέματα που αφορούσαν άλλες θρησκείες και όποιος αμφισβητούσε τα γραφόμενα της Βίβλου εξοστρακιζόταν από την κοινότητα του. Παρ' όλη την πίεση που δεχόταν από το περιβάλλον του, κάποιες άλλες δυνάμεις βαθιά μέσα του αποδείχτηκαν πολύ πιο ισχυρές. Οι ίδιες αυτές δυνάμεις συχνά καθοδηγούσαν το χέρι του όταν ζωγράφιζε και αυτό αντικατοπτρίζεται στα έργα του μέσα από τα οποία διακρίνεται ξεκάθαρα η προσπάθεια του να σοκάρει το κατεστημένο της εποχής. Μέσα από ένα γράμμα του που έστειλε σε κάποιο φίλο του φαίνεται να είναι αρκετά επικριτικός απέναντι στον τρόπο που ερμηνεύονται τα διάφορα θρησκευτικά κείμενα και αναφέρεται στις δυσμενείς επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτό στους ανθρώπους: «Πόσες αυτοκτονίες είναι αποτέλεσμα θρησκευτικής μανίας και κατάθλιψης; Πόσα συνονθυλεύματα θρησκευτικής ανοησίας έχουν διακηρυχτεί ως τα πραγματικά νοήματα των βιβλίων των Προφητών και της Αποκάλυψης;» Αντίθετα με άλλους, όπως ο Νίτσε και ο Κρόουλυ που εξυμνούν την επιστήμη ως τον σωτήρα που μας έβγαλε από τα σκοτάδια της θρησκείας, ο Σπέαρ θεωρεί την επιστήμη ως τον επαναστάτη του χθες που γίνεται ο τύραννος του σήμερα. Με τη βοήθεια της τέχνης του όμως καταφέρνει να λύσει τα διάφορα "σφραγίσματα" που του επιβλήθηκαν αφήνοντας την δημιουργικότητα του να καλπάσει ελεύθερα, όσο πιο μακριά γίνεται από τα δεσμά του κατεστημένου. Αρκετά χρόνια αργότερα είπε αστειευόμενος σε κάποιο φίλο του καθώς πίνανε σε μια μπυραρία ότι το μόνο πράγμα που έμαθε στο συγκεκριμένο σχολείο ήταν το πώς να αυνανίζεται. Μερικά από τα πιο χρήσιμα μαθήματα ζωής τα έμαθε με τον δύσκολο τρόπο, ως μέλος μιας μικρής συμμορίας στους δρόμους του Λονδίνου. Ο ίδιος μάλιστα θυμάται να ηγήθηκε μιας επίθεσης εναντίον αγοριών άλλου σχολείου. Τα βασικά περί αυτοάμυνας τα έμαθε από έναν πρώην πυγμάχο ο οποίος παρέδιδε μαθήματα με την ώρα σε ένα τοπικό γυμναστήριο. Αυτά ήταν (λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Λονδίνο τότε) πολύ πιο χρήσιμα από οτιδήποτε έμαθε στο σχολείο, παρέχοντας του αυτοπεποίθηση και ασφάλεια.

Ο Ώστιν Όσμαν Σπέαρ σε ηλικία 18 ετών

Σε μια προσπάθεια των γονιών του να τον προωθήσουν σε κάποια καριέρα, του βρήκαν δουλειά σε ένα τυπογραφείο για να σχεδιάζει αφίσες. Σε λίγους μήνες όμως εγκατέλειψε την δουλειά αυτή για να δουλέψει σε μια επιχείρηση υαλογραφίας. Εδώ ήταν που κάποιοι εντόπισαν το σπάνιο ταλέντο του και τον σύστησαν για υποτροφία στο Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης. Ήταν εκ φύσεως ντροπαλός και οι συμμαθητές του τον θεωρούσαν κάπως παράξενο. Παρ' όλα αυτά, στο νέο αυτό περιβάλλον άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό του σχολείου. Τις προσέλκυε περισσότερο με το ταλέντο του στη ζωγραφική παρά με τα λόγια του. Συνήθιζε να διακοσμεί τα λευκώματα τους με βινιέτες και καρικατούρες. Εν τω μεταξύ ο πατέρας του επιθυμούσε διακαώς, για οικονομικούς κυρίως λόγους, να προωθήσει το ταλέντο του. Έτσι στις αρχές του 1904 έστειλε εν αγνοία του Σπέαρ δύο έργα του στη Βασιλική Ακαδημία για αξιολόγηση. Το ένα από αυτά και το οποίο ζωγράφισε όταν ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών επιλέχθηκε για την ετήσια θερινή έκθεση, με αποτέλεσμα ως ο νεαρότερος συμμετέχων να γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των παρευρισκομένων και του τύπου. Οι κριτικοί της εποχής του έβλεπαν με πολύ ενδιαφέρον τα έργα του και κυρίως θαύμαζαν την δύναμη της γραμμής του, αλλά και την φαντασία του. Συχνά όμως απέρριπταν τα θέματα που επέλεγε να απεικονίσει, ως αλλόκοτα και απρεπή για ένα άτομο της ηλικίας του. Αυτός όμως συνέχισε να εξερευνά τους δαιδαλώδεις εσωτερικούς διαδρόμους της ψυχής του, προσπερνώντας τα ανούσια και πεζά σχόλια των διάφορων κριτικών. Ωστόσο αυτή η πίεση είχε τις επιπτώσεις της στο ψυχισμό αλλά και την υγεία του αφήνοντας τον εξαντλημένο.

Το 1905 πέρασε στην αντεπίθεση εκδίδοντας το πρώτο του βιβλίο, το “Earth: Inferno”, προδιαγράφοντας ξεκάθαρα την πορεία που έμελλε να ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Θα συνέχιζε δηλαδή με το ίδιο μυστικιστικό, σκοτεινό, αλλά και πολεμικό ύφος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Earth Inferno

Δύο χρόνια αργότερα έκδωσε το δεύτερο του βιβλίο, το “A Book of Satyrs”. Αυτή του η δουλειά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η συνέχεια του “Earth: Inferno”, αλλά πιο συγκεκριμένη και σαφής στους στόχους της. Το περιεχόμενο αυτή τη φορά ήταν πιο «προσγειωμένο» και πιο προσιτό στο ευρύ κοινό. Μέσα από αυτό, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, επιλέγει να σατιρίσει διάφορες πτυχές της κοινωνίας όπως η εκκλησία, η πολιτική και άλλα. Έλαβε αρκετά θετικά σχόλια από τους κριτικούς αυτή την φορά, οι οποίοι έδωσαν περισσότερη έμφαση στη δύναμη της τέχνης του παρά στα θέματα που επέλεξε να απεικονίσει. Η σάτιρα του είναι πολύ ιδιαίτερη και δεν έχει σχέση με την βάρβαρη σάτιρα και την κατινιά που επικρατούν στις μέρες μας. Δεν στόχευε συγκεκριμένα άτομα, αλλά περισσότερο τους διάφορους θεσμούς που διέπουν την κοινωνία. Στόχος της πραγματικής σάτιρας δεν είναι ο εγκλωβισμός των ανθρώπων σε στερεότυπα και καλούπια, αλλά το σπάσιμο των αλυσίδων που τους κρατούν εγκλωβισμένους.

A Book Of Satyrs

Το 1909 γνώρισε την Έιλι Γκερτρούντ Σω, ηθοποιό και χορεύτρια την οποία ερωτεύτηκε και αργότερα παντρεύτηκε. Όταν παντρεύτηκαν η Έιλι ήταν εικοσιοκτώ ετών και αυτός εικοσιπέντε. Αυτό που τον συνεπήρε περισσότερο ήταν η ομορφιά της, κάτι που όμως θα το μετάνιωνε στη συνέχεια.

H Έιλι Γκερτρούντ Σω

Η Έιλι αποτέλεσε αρχικά μεγάλη πηγή έμπνευσης για τον Ώστιν, ο οποίος την περίοδο αυτή ήταν απασχολημένος και με την συγγραφή του σημαντικότερου βιβλίου του, του “The Book of Pleasure: The Psychology of Ecstasy”. Είναι ένα αρκετά αξιόλογο έργο για κάποιον που θα το μελετήσει εις βάθος, αλλά και που πρακτικά θα εφαρμόσει τις τεχνικές του. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το ότι το είχε γράψει σε ηλικία μόλις εικοσιέξι ετών. Επηρεασμένος από τον Ταοϊσμό και τον Βουδισμό, αλλά κυρίως από τις προσωπικές του εμπειρίες ως καλλιτέχνης, έθεσε με αυτό τα θεμέλια της φιλοσοφίας του και του μαγικού του συστήματος. Σημαντική επιρροή γι' αυτόν ήταν επίσης και η σχέση του με την κυρία Πάτερσον, η οποία έθεσε στην ουσία τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε μετέπειτα για να αναπτύξει το μαγικό του σύστημα. Με την κυρία Πάτερσον γνωρίστηκαν όταν ήταν μόλις εφτά ετών και πολύ συχνά αναφέρεται γι' αυτήν ως την «δεύτερη του μητέρα». Η ίδια ισχυριζόταν πως άνηκε σε μια γραμμή μαγισσών που κατάφεραν να ξεφύγουν από τους γνωστούς διωγμούς του Σάλεμ. Επίσης σύμφωνα με τον Σπέαρ, η ικανότητα της για πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων ήταν αρκετά ανεπτυγμένη. Παρά το φτωχό της λεξιλόγιο και την απλότητα του λόγου της μπορούσε να εκφράσει με ακρίβεια τις πιο περίπλοκες και αφηρημένες ιδέες, πράγμα που ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει στον ίδιο βαθμό, ακόμη και με το πλούσιο και ασυνήθιστο λεξιλόγιο του. Επίσης όταν η γλώσσα έφτανε στα όρια της, αυτή μπορούσε να προβάλει διάφορες νοητικές εικόνες πάνω σε κάποια επιφάνεια, ούτως ώστε να δείξει στον επισκέπτη τα μελλούμενα. Αν και πολύ φτωχή δεν δεχόταν λεφτά από κανένα για τις υπηρεσίες της, παρά μόνο τον παραδοσιακό συμβολικό οβολό. Ήταν πάντοτε ήρεμη και θα έκανε τα πάντα για να βοηθήσει κάποιον που χρειαζόταν βοήθεια, πολύ συχνά ενάντια στα συμφέροντα της. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για την κ. Πάτερσον, αλλά μάλλον πέθανε πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αυτές όμως ήταν μερικές μόνο από τις επιρροές που είχε. Από τα εφηβικά του χρόνια είχε εντρυφήσει μέσα από βιβλία σε θέματα τα οποία θεωρούνταν ταμπού στην εποχή του όπως ερωτική λογοτεχνία, σεξολογία, αποκρυφισμό και πνευματισμό. Ήταν άτομο που προτιμούσε να πηγαίνει όσο πιο κοντά μπορούσε στην πηγή και την ουσία των πραγμάτων, αντί να στηρίζεται στις αναλύσεις και τις κριτικές άλλων, έτσι τον βρίσκουμε αρκετά συχνά να βυθίζεται και στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Ο πατέρας του τον θυμάται όπως λέει σε μια συνέντευξη να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, με τα χέρια στις τσέπες και να διαβάζει ασταμάτητα για ώρες. Το 1910 ήταν επίσης μέλος της Χρυσής Αυγής του Μακ Γκρέκορ Μάδερς και αναγνώστης του περιοδικού “Equinox” που εκδιδόταν από τον Άλιστερ Κρόουλυ σε συνεργασία με τον Βίκτορ Νούμπεργκ. Αυτή την περίοδο (πιθανόν γύρω στο 1907) γνωρίστηκε και με τον κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερο του Άλιστερ Κρόουλυ και λίγο αργότερα έγινε το έβδομο μέλος στην νεοϊδρυθείσα οργάνωση του, του Αργυρού Αστέρα, επιλέγοντας ως μαγικό όνομα το ‘YIHOVEAUM’. Ο Κρόουλυ, εφόσον ο Σπέαρ δεν διέθετε τα χρήματα, προσφέρθηκε να του αγοράσει την ενδυμασία του πρώτου βαθμού και ως αντάλλαγμα αυτός θα σχεδίαζε ορισμένες σελίδες του “Equinox”.  Σύντομα όμως απογοητεύτηκε και μάλλον δεν ανανέωσε την ετήσια συνδρομή του στο συγκεκριμένο τάγμα, διακόπτοντας παράλληλα κάθε επαφή. Πολλά χρόνια αργότερα ο Κένεθ Γκράντ του είπε ότι ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Αργυρού Αστέρα (όντας το 7ο μέλος από τα ελάχιστα που τον απαρτούσαν τότε), κάτι που δεν γνώριζε όταν πρωτομπήκε στην οργάνωση και που τον έκανε να γελάσει με την καρδιά του. Τα στοιχεία που υπάρχουν για την μεταξύ τους σχέση είναι ελάχιστα. Το σίγουρο είναι ότι ο Ώστιν Σπέαρ κατέληξε να αντιπαθεί τον Άλιστερ Κρόουλυ και να μην θέλει να έχει την οποιαδήποτε σχέση με αυτόν ή το έργο του. Ο Κρόουλυ από την άλλη αν και κάπως πιο διπλωματικός στα σχόλια του, τον αποκάλεσε μαθητή του και προσπάθησε να μειώσει την πρωτοτυπία του συγγραφικού του έργου ισχυριζόμενος ότι ο Σπέαρ δανείστηκε πολλά από διάφορους προγενέστερους συγγραφείς. Πολύ αργότερα τον αποκάλεσε και ως Μαύρο Αδελφό. Κύρια χαρακτηριστικά του Σπέαρ ήταν η αθωότητα και η ειλικρίνεια του, αν δεν του άρεσε κάποιο άτομο το έδειχνε ξεκάθαρα και απλά διέκοπτε κάθε επαφή μαζί του. Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε για άτομα που συμπαθούσε, θα μπορούσε να κάνει τα πάντα γι’ αυτούς. Δεν του άρεσαν οι χλιαρότητες και οι τυπικότητες στις διαπροσωπικές του σχέσεις, πράγμα που σίγουρα του στοίχισε αρκετές γνωριμίες που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν στην καριέρα του.

Έτρεφε μεγάλη αγάπη για την φύση και τα ζώα και έκανε ότι περνούσε απ’ το χέρι του να τα βοηθά. Παρά την μονίμως δυσμενή οικονομική κατάσταση του, παρέμεινε εφ’ όρου ζωής μέλος του Βασιλικού Οργανισμού για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων. Αρκετά συχνά φιλοξενούσε και περιέθαλπε πεινασμένα και τραυματισμένα ζώα. Ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις αντί να δεχτεί πληρωμή για κάποια εργασία του, υποχρέωνε τον αγοραστή να κάνει μια μικρή εισφορά στον συγκεκριμένο οργανισμό. Δεν του άρεσε καθόλου η ιδέα να έχει κατοικίδια διότι πίστευε ότι τα ζώα και γενικότερα η φύση θα έπρεπε να είναι ελεύθερα και να μην καταλήξουν εγκλωβισμένα όπως οι άνθρωποι στα χρυσά κλουβιά της συνήθειας τους. Έτσι τα ζώα που φρόντιζε ήταν ελεύθερα να μπαινοβγαίνουν κατά βούληση από το σπίτι του. Ακόμη για τον ίδιο λόγο απεχθανόταν τα λουλούδια μέσα σε βάζα. Μέχρι και τα χορταράκια που συχνά αναπτύσσονταν στους τοίχους ή στο πάτωμα του σπιτιού του δεν τα ενοχλούσε και τα άφηνε να ακολουθήσουν την φυσική τους πορεία.

Ακόμη αυτό το διάστημα η ικανότητα του της αυτόματης ζωγραφικής είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι μπορούσε να ζωγραφίζει αφήνοντας το ασυνείδητο να καθοδηγεί το χέρι του, προσπερνώντας τα φίλτρα του συνειδητού μέρους του εγκεφάλου του. Είναι μια κατάσταση πανομοιότυπη με αυτή της αυτόματης γραφής την οποία χρησιμοποιούν πάρα πολλοί στις μέρες μας, που ισχυρίζονται ότι λαμβάνουν κάποια μηνύματα από "αλλού". Για τον Σπέαρ ήταν ένα είδος δημιουργικής έκστασης την οποία απολάμβανε πολύ για όσο διαρκούσε. Βασικά γνώριζε τη συγκεκριμένη μέθοδο από πάρα πολύ μικρή ηλικία, που για να είναι όμως εφαρμόσιμη προϋπόθετε κάποιο βαθμό ισορροπίας και εσωτερικής γαλήνης στην ζωή του καλλιτέχνη. Ο Βρετανικός τύπος είχε σε μια περίπτωση προσδώσει στον Ώστιν τον ίσως υπερβολικό τίτλο του "Πατέρα του Σουρεαλισμού". Ένας ορισμός του σουρεαλισμού από το λεξικό είναι: «Ψυχικός αυτοματισμός, μέσω του οποίου κάποιος προτίθεται να εκφράσει, είτε προφορικώς, είτε γραπτώς ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, την πραγματική λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης με παντελή απουσία έλεγχου από την λογική, πέρα από κάθε αισθητική και ηθική προκατάληψη». Αυτό ακριβώς εφάρμοζε και ο Σπέαρ σε αρκετές του δημιουργίες, (πριν ακόμη ο Αντρέ Μπρετόν δημιουργήσει το κίνημα του σουρεαλισμού το 1920) αν και αυτές δεν αποτελούν την πλειοψηφία των έργων του.

Αυτόματη ζωγραφική από τον Σπέαρ

O Ώστιν και η Έιλι ήταν φανερό ότι ήταν από πολύ διαφορετικούς κόσμους. Αυτός ήταν συνηθισμένος να κλείνεται στον εαυτό του και να ασχολείται με την τέχνη του, η οποία από την φύση της εξ άλλου απαιτούσε κάποιο βαθμό απομόνωσης. Αντίθετα η τέχνη της Έιλι ως ηθοποιού και χορεύτριας απαιτούσε ένα πιο ανοικτό και κοσμικό χαρακτήρα. Το πρόβλημα ήταν ότι και οι δύο τους ήταν των άκρων, έτσι αργά ή γρήγορα οι δύο κόσμοι τους θα έρχονταν σε σύγκρουση. Ίσως το μεγαλύτερο του λάθος να ήταν ότι βιάστηκε να πάρει την απόφαση για τον γάμο επηρεασμένος από την ομορφιά της, αλλά και ωθούμενος από αρκετούς άλλους υποψήφιους γαμπρούς που την γυρόφερναν. Στην αρχή αυτός έδειχνε να προσαρμόζεται στην κοσμική ζωή και την συνόδευε στα πάρτι και στις διάφορες δεξιώσεις. Μέχρι και η ως τότε φτωχή του γκαρνταρόμπα άρχισε να εξελίσσεται για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της νέας πιο κοσμικής ζωής του. Παράλληλα όμως το σπίτι άρχισε σταδιακά να γεμίζει από τις αντίκες του, που τόσο πολύ αγαπούσε να συλλέγει. Άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι η Έιλι ήταν κακομαθημένη και παντελώς αδιάφορη για ότι είχε να κάνει με το σπίτι τους. Αυτός προσπαθούσε (όσο μπορούσε τελοσπάντων) να τα βρίσκει με τον κόσμο της, δυστυχώς όμως αυτή δεν φαινόταν καθόλου να εκτιμά τον δικό του. Τα ακριβά δώρα που συνήθιζε να της κάνει τα χάριζε απλόχερα σε φίλους και θαυμαστές της, ενώ δεν έγκρινε τους φίλους του (διότι συνήθως ήταν πολύ νεαρότεροι απ' αυτόν), αλλά ούτε εκτιμούσε την δική του τέχνη και τον παρότρυνε συνεχώς να βρει μια «κανονική δουλειά». Έφτασε και στο σημείο να προσποιηθεί για κάποιο διάστημα ότι ήταν έγκυος για να τον εξαναγκάσει σε αρκετές υποχωρήσεις. Τα αντίθετα μπορεί να έλκονται, αλλά στη συνέχεια συγκρούονται και απωθούνται.

Η έκθεση που διοργάνωσε το 1914 στη Γκαλερί Μπέιλι δεν είχε την ανταπόκριση που προσδοκούσε, κυρίως λόγω του ότι ο κόσμος βρισκόταν στα πρόθυρα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Για τα επόμενα τρία χρόνια επεδίωξε και κατάφερε να εκδώσει ορισμένα περιοδικά σε συνεργασία με άλλους, τα οποία είχαν κάποια επιτυχία στις πωλήσεις αν και όχι αρκετή για να τον βγάλουν απ’ την δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Το τελειωτικό χτύπημα για τον γάμο του έμελλε να φέρει ο πόλεμος. Αν και επίσημα ποτέ δεν πήρε διαζύγιο, κάπου εδώ τελειώνει και η σχέση του με την Έιλι, η οποία ήταν ήδη πιεσμένη λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, αλλά και των μεταξύ τους προσωπικών διαφορών. Αυτή την περίοδο θυμάται να είδε και ένα σχετικό με τον γάμο του όνειρο. Ονειρεύτηκε ότι βγαίνοντας μια νύχτα από ένα μπαρ, πέντε νεκροθάφτες τον άρπαξαν και άρχισαν να τον χτυπούν και να τον βασανίζουν. Στην σκηνή επίσης κειτόταν το νεκρό σώμα της γυναίκας του και οι νεκροθάφτες τον κατηγορούσαν ότι την παραμελούσε, πράγμα το οποίο την έκανε να αρρωστήσει και στην συνέχεια να πεθάνει. Η γυναίκα του φυσικά στην πραγματικότητα ήταν ζωντανή και μια χαρά στην υγεία της, πράγμα που δείχνει ότι ο ίδιος ίσως να ένιωθε ενοχές για το ναυάγιο του γάμου τους.

Δεν του άρεσε και πολύ η ιδέα να εκθέτει τα έργα του στις διάφορες γκαλερί ίσως λόγω του ότι έπαιρναν ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό από τα έσοδα των καλλιτεχνών. Έτσι κατέληξε να εκθέτει σε διάφορες μπυραρίες του Λονδίνου. Από την άλλη όμως και στις μπυραρίες έπρεπε να δώσει κάποια χρήματα στα μέλη της τοπικής συμμορίας που έλεγχε την περιοχή, για να μην κάνουν φασαρία κατά την διάρκεια της έκθεσης. Έτσι μάλλον θα είχε και άλλους λόγους για τους οποίους να μην προτιμούσε τις Γκαλερί. Θα μπορούσε εύκολα να έχει ένα πολύ καλό εισόδημα ζωγραφίζοντας πορτραίτα πλούσιων εργοδοτών και θέματα που θα του επέβαλλαν, αλλά προτίμησε να ακολουθήσει τα προσωπικά του οράματα, έστω και αν αυτό σήμαινε πολύ λιγότερα χρήματα. Ήταν αρκετές οι φορές που απέρριψε δελεαστικές προσφορές από διάφορους για πορτραίτα, διότι δεν μπορούσε να τους κολακέψει για τα λεφτά τους και συχνά έβρισκε τα πρόσωπα τους χωρίς χαρακτήρα.

Προσπάθησε όσο μπορούσε να αποφύγει την στράτευση στο σώμα πεζικού χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία την πλατυποδία. Σε ένα γράμμα που έστειλε στους δικούς του έγραφε ότι τελικά η Επιτροπή θα τον απαλλάξει από τα καθήκοντα πεζικού λόγω αυτού του προβλήματος. Τελικά μετά από πολύμηνες εξετάσεις κατατάχτηκε στο ιατρικό σώμα του στρατού. Πάντως η άποψη του Σπέαρ, σύμφωνα με φίλους του, ήταν ότι οι καλλιτέχνες δεν θα έπρεπε να κατατάσσονται στο πεζικό. Σύμφωνα με τα στρατιωτικά μητρώα2 στρατολογήθηκε στις 16 Μαίου του 1917 στο Ιατρικό σώμα και τοποθετήθηκε στο Λονδίνο. Το Δεκέμβριο του ιδίου έτους μετατέθηκε στο Μπλάκπουλ μέχρι και το 1919. Ως στρατιώτης ήταν αρκετά απείθαρχος και ατημέλητος πράγμα που τον έβαζε συχνά σε μπελάδες. Συγκεκριμένα η αδελφή του θυμάται ότι σε μια από τις εξόδους του συνελήφθη από την στρατονομία διότι δεν έφερε την επίσημη στολή εξόδου, αλλά μια λερωμένη και τσαλακωμένη στολή. Έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη μιας πλεκτάνης που είχαν στήσει για τους νεοσύλλεκτους στρατιώτες κάποιοι πιο παλαιοί για να τους απομυζούν οικονομικά. Μισούσε τα κάθε είδους γυμνάσια και όλες τις μορφές οργανωμένης διασκέδασης στο στρατό. Προτιμούσε να κάθεται ολομόναχος μέσα σε μια μικρή βάρκα και να αγναντεύει την μαγευτική θέα της πόλης. Τον Μάιο του 1919 έφυγε από την Αγγλία για να πάει στη Γαλλία όπου ανέλαβε νέα καθήκοντα ως καλλιτέχνης πολέμου, με σκοπό την ιστορική καταγραφή των γεγονότων του πολέμου που τέλειωσε μερικούς μήνες πριν. Καθ' όλη την διάρκεια του πολέμου διατήρησε επαφή με τους γονείς του. Ο πατέρας του συνέχισε να υπηρετεί το αστυνομικό σώμα μέχρι και το 1919 όπου και αφυπηρέτησε. Πέθανε εννιά χρόνια αργότερα.

Air Raid on Aid-Station

Το 1919 ξεκίνησε να γράφει το τέταρτο στην σειρά βιβλίο του, το “The Focus of Life”, ένα διήγημα με έντονες ονειρικές αποχρώσεις. Το έκδωσε δύο χρόνια αργότερα το 1921. Τον Οκτώβρη του 1922 μαζί με τον συνεργάτη και φίλο του Κλίφορτ Μπάξ εκδώσανε το πρώτο τεύχος του περιοδικού “The Golden Hind”. Αρχικά το περιοδικό αποδείκτηκε μεγάλη επιτυχία (παρά τα συνήθη αρνητικά σχόλια ορισμένων πουριτανών κριτικών), αλλά στην συνέχεια δεν άντεξε τον ανταγωνισμό και έτσι η όλη προσπάθεια εγκαταλείφθηκε στα μόλις οκτώ τεύχη.

The Focus of Life

Απογοητευμένος και πικραμένος από τις συνεχείς απορρίψεις του κόσμου και χωρίς χρήματα κλείστηκε στον εαυτό του. Το 1924 έγραψε το αφοριστικό κείμενο “Anathema of Zos” . Αυτή ήταν μια προσπάθεια που είχε ως στόχο να απομακρύνει τον εαυτό του από τις μικρότητες και τις κακεντρέχειες της κοινωνίας που τον περιέβαλλε, ως και επίσης να εξορκίσει τους αντίστοιχους προσωπικούς του δαίμονες. Αποφάσισε να διακόψει τις όποιες επαφές είχε με τους διάφορους καλλιτεχνικούς κύκλους και την λεγόμενη "υψηλή κοινωνία" και να πάει να ζήσει με πόρνες, κλέφτες και απλούς καθημερινούς ανθρώπους. Την ίδια περίοδο εκδίδει και ένα μικρό βιβλίο με σχέδια που έφερε τον τίτλο “The Book of Ugly Ecstasy”. Αν και αρκετά αναγκαία έργα για τον ίδιο, σίγουρα τα κέρδη από αυτά δεν επαρκούσαν για να τον βοηθήσουν οικονομικά, έτσι στράφηκε στους λίγους ακόμη πιστούς φίλους που του απέμειναν και οι οποίοι προσέτρεξαν χωρίς δισταγμό προσφέροντας του οικονομική, αλλά και συναισθηματική υποστήριξη. Έτσι κατάφερε να επιβιώσει στωικά μια πολύ άσχημη περίοδο της ζωής του.

Anathema of Zos

Το 1927 άρχισε να εξέρχεται από τις δύσκολες αυτές συνθήκες και επανακτώντας την χαμένη του αυτοπεποίθηση κατάφερε να παρουσιάσει μια έκθεση των έργων του στην Γκαλερί του Αγίου Γεωργίου στο Μέιφερ, την οποία η εφημερίδα "Ντέιλι Χέραλντ" χαρακτήρισε ως εντυπωσιακή. Ακόμη πιο εντυπωσιακό σύμφωνα με την εφημερίδα, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Ώστιν δημιούργησε τα συγκεκριμένα έργα. Κέρδιζε το ψωμί του επιδιορθώνοντας τις ραδιοφωνικές συσκευές των γειτόνων του και δεν ζωγράφιζε τίποτα εάν πρώτα δεν τον προέτρεπε ο κόσμος των πνευμάτων. Όταν συνέβαινε αυτό μπορούσε μέσω ενός ξεσπάσματος δημιουργικότητας που διαρκούσε μέχρι και εικοσιτέσσερις ώρες να δημιουργήσει τόσο τέλεια σχέδια που δεν χρειάζονταν καν αναθεώρηση. Η επόμενη δεκαετία θα αποδειχτεί ακόμη πιο δύσκολη, κυρίως λόγω του θανάτου δύο πολύ καλών του φίλων, του Πίκφορντ Γουόλερ και του Ντέσμοντ Κόουκ οι οποίοι τον στήριζαν οικονομικά όλο αυτό τον καιρό. Ακόμη την περίοδο αυτή ο κόσμος έμπαινε βαθύτερα στην οικονομική κρίση, κάτι που ήρθε να προσθέσει στα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο καλλιτέχνης. Παρ' όλες αυτές τις αντιξοότητες όμως, φαίνεται να είχε αποκτήσει μια πιο θετική στάση απέναντι στη ζωή που του επέτρεψε να αντεπεξέλθει αλώβητος τις δυσκολίες. Το 1932 κατάφερε να μετακομίσει σε άλλη περιοχή, σε ένα μεγαλύτερο και πιο κατάλληλο για τις εργασίες του χώρο. Αυτή η μετακόμιση αποδείχτηκε αρκετά αναζωογονητική για την ψυχολογία του και ξεκίνησε ξανά την δουλειά του ανανεωμένος. Επίσης άρχισε να βγαίνει από την αφάνεια όπου περιέπεσε τα τελευταία χρόνια και αρκετοί άνθρωποι ποικίλων ενδιαφερόντων άρχισαν να τον προσεγγίζουν. Μια από τις πιο θετικές επιρροές στην ζωή του αυτή την περίοδο ήταν και ο δημοσιογράφος-ερευνητής Ντένις Μπράντεν. Ο Ντένις ήταν παθιασμένος με το καθετί ασυνήθιστο και έχει γράψει αρκετά άρθρα και βιβλία. Πιθανώς, σύμφωνα με τον βιογράφο του Σπέαρ τον Φράνκ Λέτσφορντ, η πρώτη τους συνάντηση να ήταν σε κάποιο κυνήγι φαντασμάτων με σκοπό την συλλογή υλικού για κάποια από τις εργασίες του Ντένις. Το ενδιαφέρον του για τον Ώστιν όπως ο ίδιος είπε ήταν περισσότερο για την ανθρώπινη πλευρά του. Αγαπούσε πολύ την αίσθηση του χιούμορ που διέθετε και θαύμαζε την επιμονή του να ακολουθεί τον δρόμο του καλλιτέχνη παρά τις δυσκολίες, όπως επίσης την ιδιοφυία και την αστείρευτη του φαντασία.

Γύρω στο 1935 ανακοίνωσε την δημιουργία της δικής του σχολής ζωγραφικής, η οποία σύντομα μετεξελίχτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών του Ώστιν Σπέαρ, προσελκύοντας αρκετούς μαθητές που επιθυμούσαν προσωπική καθοδήγηση. Το πρόβλημα ήταν ότι η προσωπικότητα του ήταν τόσο δυνατή και επιβλητική, που οι μαθητές δημιουργούσαν πορτραίτα σχεδόν πανομοιότυπα με τα δικά του. Όπως και ο ίδιος παραδέχεται μερικοί απ’ αυτούς μπορούσαν να τα σχεδιάσουν το ίδιο καλά, αν όχι και καλύτερα! Ακόμη ισχυριζόταν ότι θα μπορούσε να μάθει στον οποιοδήποτε να ζωγραφίζει μέσα σε μόνο μια βδομάδα.

Το 1941 κατά την διάρκεια ενός από τους πιο ανελέητους βομβαρδισμούς του Λονδίνου από τους Γερμανούς τραυματίστηκε άσχημα στο δεξί του χέρι, έχασε το σπίτι του, όλα τα έργα τέχνης που είχε, τα βιβλία του, τα χειρόγραφα του και όλα του τα υπάρχοντα. Ήταν ένα εξαιρετικά μεγάλο πλήγμα όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για τον κόσμο της τέχνης ως επίσης και του αποκρυφισμού. Όπως ο ίδιος ισχυριζόταν ήταν πολύ επιρρεπής στα ατυχήματα: «όπου υπάρχει τρύπα στο δρόμο, θα πέσω μέσα!» έλεγε. Ο έμφυτος στωικισμός του τον βοήθησε για ακόμη μια φορά να ξεπεράσει τις κακουχίες της ζωής. Ένα άλλο συμβάν από την ζωή του αρκετά ενδεικτικό του χαρακτήρα του, όπως το αναφέρει και η μαθήτρια του η Βέρα Γουέινραϊτ, ήταν ότι λίγα χρόνια πριν, μια άλλη βόμβα έπεσε στο κτίριο όπου διέμενε χωρίς να εκραγεί, διαπερνώντας το πάτωμα του σπιτιού του. Οι υπόλοιποι ένοικοι εγκατέλειψαν το κτίριο, αλλά αυτός αρνήθηκε να φύγει και παρέμεινε με την εν δυνάμει θανάσιμη βόμβα θαμμένη κάτω απ’ το πάτωμα του.

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 γνωρίστηκε με τον αποκρυφιστή και συγγραφέα Κένεθ Γκράντ, ιδρυτή της T.O.T.O (Typhonian Ordo Templis Orientis) και κύριο εκπρόσωπο της Τυφώνιας Παράδοσης στις μέρες μας. Η γυναίκα του Κένεθ, η Στέφι, είχε έρθει σε επαφή με το έργο του Σπέαρ λίγα χρόνια πριν και διάβασε το “The Book of Pleasure” που της είχε δώσει ο σύζυγος της. Αρκετά νεαρή και ρομαντική είχε γοητευτεί από την ιδέα του φτωχού καλλιτέχνη περιτριγυρισμένου από τις γάτες του και αποφάσισε να τον επισκεφτεί. Σε μια συζήτηση που είχε με έναν παλιό συμμαθητή του, έμαθε ότι συχνά έλεγαν ότι έμοιαζε με Έλληνα θεό. Αυτό όμως που συνάντησε όταν τον επισκέφθηκε την σόκαρε. Ανοίγοντας την πόρτα είδε έναν γέρο, με κουρελιάρικα ρούχα, ατημέλητο, αχτένιστο και με τρεμάμενα χέρια. Του είπε ότι αλλιώς τον φανταζόταν και ότι άκουσε πώς έμοιαζε με Έλληνα θεό. Αυτός απλώς χαμογέλασε και χωρίς ίχνος προσβολής ή ενόχλησης της αποκρίθηκε απλά ότι «αυτό ήταν πριν από πολύ καιρό». Από τότε ξεκίνησε και η τακτική αλληλογραφία ανάμεσα σ' αυτόν και το ζευγάρι, αλλά και μια φιλία που θα διαρκούσε μέχρι και το τέλος της ζωής του. Στα γράμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους, ο Σπέαρ δίνει πάρα πολλές λεπτομέρειες για την φιλοσοφία και το μαγικό του σύστημα. Ο Ώστιν Σπέαρ ήταν για τον Κένεθ Γκράντ ένας μέντορας, στον οποίο αρκετά συχνά στρεφόταν για συμβουλές πάνω σε θέματα πρακτικής μαγείας, βοηθώντας τον έτσι στην μετέπειτα δημιουργία της Στοάς της Νέας Ίσιδος.

Ο Σπέαρ με τις γάτες του

Το 1954 μέσω του Γκράντ ο Ώστιν γνωρίστηκε και με τον Τζέραλντ Γκάρντνερ, τον ιδρυτή της σύγχρονης νέο-παγανιστικής θρησκείας γνωστής ως Γουίκα. Ο Γκάρντνερ είχε ήδη στην κατοχή του κάποια από τα έργα του Σπέαρ, αλλά μέχρι τότε δεν τον είχε συναντήσει προσωπικά. Σύμφωνα με τον Γκράντ, σε μια από τις συναντήσεις τους είχαν μια αρκετά έντονη συζήτηση σχετικά με το τι ήταν στην πραγματικότητα και τι ακριβώς λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια του Σάμπατ των μαγισσών. Παρ' όλες τις διαφωνίες τους ο Γκάρντνερ βοήθησε τον Σπέαρ στην διοργάνωση μιας έκθεσης των έργων του. Ο Σπέαρ με τη σειρά του, βοήθησε τον Γκάρντνερ όταν ο δεύτερος του ζήτησε να του κατασκευάσει ένα φυλακτό για την επιστροφή κλεμμένης περιουσίας. Ο Ώστιν είχε ήδη αποκτήσει την φήμη στους αποκρυφιστικούς κύκλους της εποχής ως ο άνθρωπος που θα μπορούσε να φέρει εις πέρας την οποιαδήποτε μαγική εργασία και ήταν αρκετοί αυτοί που ζητούσαν τις συμβουλές του πάνω σε αυτά τα θέματα.

Στις 10 Μαίου το 1956 εισήχθηκε σε νοσοκομείο του Λονδίνου μετά από έντονους κοιλιακούς πόνους. Οι γιατροί είπαν στον Γκράντ, ο οποίος έσπευσε από τους πρώτους για να τον επισκεφτεί, ότι με την χειρουργική επέμβαση θα είχε πενήντα τοις εκατόν πιθανότητες να ζήσει. Ξεψύχησε όμως λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Μαίου. Τα τελευταία του χρόνια αν και τα πέρασε σχεδόν στην πλήρη αφάνεια ήταν και τα πιο ευτυχισμένα γι' αυτόν. Εκτός από τις δυσκολίες που είχε στην προσωπική του ζωή, για τις οποίες σε ένα μεγάλο βαθμό φαίνεται να ευθύνεται ο ίδιος, είχε και την ατυχία (όπως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι της εποχής του) να περάσει μέσα από δύο παγκοσμίους πολέμους. Αυτά τα αναφέρει και ο ίδιος σε μια συνέντευξη του στον δημοσιογράφο Χάνεν Σουάφερ: «Είχα μια δύσκολη ζωή, αλλά δεν κατηγορώ κανένα εκτός από τον εαυτό μου. Είμαι υπεύθυνος για τις δικές μου δυστυχίες. Κάποιες φορές έχω την τάση να κτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, και βρίσκω, ότι στο τέλος δεν μπορώ να βελτιώσω την κατάσταση. Δεν μπορώ να αλλάξω τα πράγματα, έτσι κάνω απλώς το καλύτερο που μπορώ».

Ο Ώστιν Σπέαρ κατάφερε να γίνει ο ίδιος ένα ζωντανό παράδειγμα της φιλοσοφίας του, κάτι πολύ σπάνιο. Παρ' όλα τα λάθη του δεν ήταν ο άνθρωπος που θα καθόταν αφ' υψηλού θέτοντας τον εαυτό του στο απυρόβλητο για να κρίνει όλους τους υπόλοιπους, αλλά αρκετά συχνά τον βλέπουμε να κάνει σκληρή αυτοκριτική και να παραδέχεται τα όποια λάθη του, χωρίς να προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες γι' αυτά στον πρώτο αποδιοπομπαίο τράγο που θα έβρισκε μπροστά του (ένα από τα αγαπημένα σπορ των ανθρώπων και των θεών τους). Σε όποιο παράξενο κόσμο και να βρίσκεται τώρα του ευχόμαστε να περνά καλά και τον ευχαριστούμε για το υπέροχο έργο που έχει αφήσει πίσω του.

 


Υποσημειώσεις:

  1. Το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Φίλιπ, πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία γύρω στο 1881. Πατήστε στην εικόνα  Αρχείο πληθυσμου του Λονδίνου για το 1901  για τα αρχεία απογραφής πληθυσμού του Λονδίνου, το 1901.
  2. Κυκλοφορεί η φήμη στο διαδίκτυο, ότι ο Σπέαρ κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στάλθηκε και στην Αίγυπτο, κάτι που όμως το στρατιωτικό του μητρώο (αρ. 117925) δεν επιβεβαιώνει.

Βιβλιογραφία:

  • Letchford Frank, Austin Osman Spare: Michelangelo in a Teacup, Mandrake Press LTD, Essex House, Thame, England, 2005
  • Borough Satyr: The Life and Art of Austin Osman Spare, edited by Robert Ansell, Fulgur LTD, London, 2005
  • Grant Kenneth & Steffi, Zos Speaks! – Encounters with Austin Osman Spare, Fulgur LTD, London, 1998
  • Grant Kenneth, Images & Oracles of Austin Osman Spare, Fulgur LTD, London, 2003
Κύλιση στην Αρχή